- συννεφόκαμα
- τοκαύσωνας σε συννεφιασμένη μέρα: Αυτό το συννεφόκαμα θα φέρει βροχή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεφόκαμα — το νεφόκαμα, καιρός ζεστός και με συννεφιά «του Γιαλινού μεσημερίς που τ ανεφόκαμα πνιχτό φουντώνει» (Γρυπάρης). [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεφος «ανέφελος» + κάμα < αρχ. καύμα < καίω (πρβλ. λιόκαμα, συννεφόκαμα κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
εκνεφίας — ἐκνεφίας, ο (Α) 1. θυελλώδης άνεμος που πίστευαν ότι προερχόταν από έκρηξη συναντώμενων νεφών 2. φρ. α) «ἐκνεφίας ὄμβρος» βροχή με ήλιο β) «ἐκνεφίας ἥλιος» συννεφόκαμα … Dictionary of Greek